- κάμπτει
- κάμπτωkam̃p-aspres ind mp 2nd sgκάμπτωkam̃p-aspres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάκαμψη — η (Α ἀνάκαμψις) 1. κάμψη, στροφή, λύγισμα προς τα πίσω ή προς τα επάνω νεοελλ. 1. επιστροφή, επάνοδος 2. παράκαμψη 3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος κάμπτει τους βραχίονες προς τα πλάγια και τοποθετεί τις παλάμες στον αυχένα… … Dictionary of Greek
ιωνοκάμπτης — ἰωνοκάμπτης, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με ιωνικές ποικιλοφωνίες* ή καμπές* τής φωνής, αυτός που κάμπτει ή λυγίζει τη φωνή του, όπως οι Ίωνες, όταν τραγουδά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴωνες + κάμπτης (< κάμπτω), πρβλ. ασματο κάμπτης, πιτυο κάμπτης] … Dictionary of Greek
καμπεσίγουνος — καμπεσίγουνος, ον (Α) αυτός που κάμπτει τα γόνατα κάποιου («καμπεσίγουνος ἡ Ἐρινύς, ἀπό τοῡ κάμπτειν τὰ γόνατα τῶν ἁμαρτανόντων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γουνος (< γόνυ, πρβλ. ιων. γεν. γούνατος), πρβλ. βαρύ γουνος, ταχύ… … Dictionary of Greek
καμπεσίγυιος — καμπεσίγυιος, ον (Α) (για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη τού σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη τού σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γυιος (< γυῖα «μέλη τού σώματος») … Dictionary of Greek
καμπτήρας — ο (AM καμπτήρ) [κάμπτω] νεοελλ. 1. αυτός που κάμπτει, που λυγίζει κάτι 2. ναυτ. σιδερένιος ή ξύλινος κύλινδρος που εμποδίζει την τριβή τών αλυσίδων ή τών σχοινιών, μπαμπαδάκι 3. φρ. ανατ. «καμπτήρες μύες» μύες που με τη συστολή τους κάμπτουν… … Dictionary of Greek
καμψίουρος — καμψίουρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που κάμπτει την ουρά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καμψίουρος ο σκίουρος, η βερβερίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι (< κάμπτω) + ουρος (< οὐρά), πρβλ. θυσάν ουρος, μακρόουρος. Σύνθ. τού τ. τερψί μβροτος*] … Dictionary of Greek
καμψίπους — καμψίπους, ουν (Α) 1. αυτός που τρέχοντας κάμπτει το πόδι, δηλ. που τρέχει γρήγορα, ταχύς, ταχύπους 2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που λυγίζει τα πόδια κάποιου, δηλ. που καταβάλλει, που ταπεινώνει κάποιον («νῡν δὲ τρέω μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς» και… … Dictionary of Greek
συγκαθίζω — ΝΑ [καθίζω] νεοελλ. (διαλ.) χορεύω υψώνοντας το ένα ή και τα δύο χέρια και συγχρόνως κροταλώντας τον αντίχειρα με το μεσαίο δάκτυλο και λυγίζοντας και τα δύο πόδια κατά τον ρυθμό τής μουσικής αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθήσει κοντά σε άλλον ή… … Dictionary of Greek
καμπτήρας — ο αυτός που κάμπτει κάτι: Οι μύες αυτοί λέγονται καμπτήρες, γιατί με τη συστολή τους λυγίζουν τα μέλη του σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)